ἔσεσθ'

ἔσεσθ'
ἔσεσθε , εἰμί
sum
fut ind mid 2nd pl
ἔσεσθαι , εἰμί
sum
fut inf mid
ἔσεσθε , εἰσίημι
sendinto
aor imperat mid 2nd pl
ἔσεσθε , εἰσίημι
sendinto
aor ind mid 2nd pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”